περικείρει

περικείρει
περικείρω
shear
aor subj act 3rd sg (epic)
περικείρω
shear
pres ind mp 2nd sg
περικείρω
shear
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περικείρω — ΝΜΑ κουρεύω ολόγυρα μσν. 1. φονεύω, αποδεκατίζω («τὰ νῶτα τῆς Ῥωμαίων δυνάμεως περικείροντος», Θεοφύλ. Σιμ.) 2. μτφ. διαστρέφω, διαφθείρω («περικείρει τὸ εἰωθός», Μητρόφ.) αρχ. 1. μτφ. κατασκάβω, κατακρημνίζω («τῶν Ἐκβατάνων ἀκρόπολιν περικείρας» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”